- τοῖος
- τοῖοςsuchmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοίος — οία, ον, και ιων. τ. θηλ. τοίη, Α (δεικτ. αντων.) 1. (ως απόκριση στην αναφ. αντων. οἷος, στην ερωτ. αντων. ποῑος και στην αόρ. αντων. ποιός) τέτοιος («τοῑον ὅπως ἐθέλει», Ομ. Οδ.) 2. (απόλ. όταν αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί προηγουμένως)… … Dictionary of Greek
τοῖον — τοῖος such masc acc sg τοῖος such neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίω — τοῖος such masc/neut nom/voc/acc dual τοῖος such masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίων — τοῖος such fem gen pl τοῖος such masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίως — τοῖος such adverbial τοῖος such masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖα — τοῖος such neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖαι — τοῖος such fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖε — τοῖος such masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῖοι — τοῖος such masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοίαις — τοῖος such fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)